- μεθίσταμαι
- (Α μεθίσταμαι)βλ. μεθίστημι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθίσταμαι — μεθίστημι place in another way pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… … Dictionary of Greek
εκπηδώ — ( άω) (AM ἐκπηδῶ) πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο νεοελλ. εμφανίζομαι ξαφνικά αρχ. 1. εξορμώ 2. φεύγω κρυφά 3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι 4. εκτοπίζομαι 5. εκτινάσσομαι 6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
ՓՈԽԱԿԱՅԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0947 Chronological Sequence: Unknown date ձ. μεθίσταμαι . Փոխել զկայս. փոխադրիլ. *Փոխակայիմք ապա ʼի սուրբ եւ ʼի հոգեւորական կեանսն. Պրպմ. ՟Ի՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)